- φιλόθυτος
- φῐλό-θῠτος, ονA
, ὄργια φ.
offered by zealous worshippers,A.
Th.179 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, ὄργια φ.
offered by zealous worshippers,A.
Th.179 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόθυτος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσει να θυσιάζει συχνά 2. (για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες β) αυτός που τελείται από άτομα που τούς αρέσουν οι θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βού… … Dictionary of Greek
φιλοθύτου — φιλόθυτος offered by zealous worshippers masc/fem/neut gen sg φιλοθύτης fond of sacrifices masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθύτης — ὁ, Α φιλόθυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. φιλεῖ θύειν] … Dictionary of Greek
φιλοθύτων — φιλόθυτα neut gen pl φιλόθυτος offered by zealous worshippers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)